ιάλλω

ιάλλω
ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α)
1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.)
2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.)
3. βρίσκω
4. φεύγω, τρέχω ή πετώ
5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» — έβαλα δεσμά στα χέρια του (Ομ. Ιλ.)
β) «ἐπ' ὀνείατα χεῑρας ἴαλλον» — άπλωναν τα χέρια στα φαγητά (Ομ. Οδ.)
γ) «έτάροις επί χεῑρας ἴαλλεν» — σήκωνε το χέρι να χτυπήσει τους συντρόφους (Ομ. Οδ.)
δ) «ἄριστον ἀτιμίῃσιν ἰάλλειν» — να περιβάλλει τον άριστο με ατιμίες (Ομ. Οδ.)
ε)«ἰάλλω ἴχνος» — πατώ το πόδι μου ώστε να φαίνεται η πατημασιά μου (Νίκ.)
στ) «ίάλλω ύλακήν» — γαβγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται σε *-αλ-ψω και εμφανίζει ενεστωτικό αναδιπλασιασμό (ι-), ο οποίος διατηρείται και στους άλλους χρόνους (πρβλ. μέλλ. ἰαλώ, αόρ. ἰῆλαι). Η δασύτητα τού τ. ἱάλλω, που μαρτυρείται στον Ηρωδιανό και στους τ. φιαλείς, φιαλούμεν (Αριστοφάνης) αντί επ-ιαλ-, μπορεί να ερμηνευθεί από σύνδεση του με το ἅλλομαι «πηδώ». Φαίνεται όμως πιθανότερο ότι η δασύτητα αυτή οφείλεται σε παρετυμολογική σύνδεση τού ἱάλλω με το ἵημι «ρίχνω». Το ἰάλλω συνδέεται ετυμολογικώς με τον αρχ. ινδ. αθέματο ενεστ. (με αναδιπλασιασμό) iy-ar-ti «θέτω σε κίνηση».
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. απιάλλω, εξιάλλω, επιάλλω, επιπροϊάλλω, εσιάλλω, περιιάλλω, προϊάλλω, φιάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἰάλλω — send forth pres subj act 1st sg ἰάλλω send forth pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴαλε — ἰάλλω send forth aor imperat act 2nd sg ἴ̱αλε , ἰάλλω send forth aor ind act 3rd sg ἴ̱ᾱλε , ἰάλλω send forth aor ind act 3rd sg (doric) ἰάλλω send forth aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάλλῃ — ἰάλλω send forth pres subj mp 2nd sg ἰάλλω send forth pres ind mp 2nd sg ἰάλλω send forth pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάλλει — ἰάλλω send forth pres ind mp 2nd sg ἰάλλω send forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάλλοντα — ἰάλλω send forth pres part act neut nom/voc/acc pl ἰάλλω send forth pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάλλουσιν — ἰάλλω send forth pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἰάλλω send forth pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαλλομένου — ἰάλλω send forth pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰαλλόμενος — ἰάλλω send forth pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰᾶλαι — ἰάλλω send forth aor inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάλλειν — ἰάλλω send forth pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”